φρήτριος
Look at other dictionaries:
φρήτριος — ον, Α ιων. τ. βλ. φράτριος … Dictionary of Greek
φράτριος — και ιων. τ. φρήτριος, ία, ον, Α [φρατρία] 1. (προσωνυμία τού Διός και τής Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία* («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον ναός τών θεώνπροστατών τής… … Dictionary of Greek